1 εὐρύ-αλος
εὐρύ-αλος, = Folgdm; χῶρος Opp. H. 1, 62; οὐράνια νέφεα Antp. Sid. 51 (VII, 748).
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > εὐρύ-αλος
2 ευρυαλος
(οὐράνια νέφεα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > ευρυαλος